„συμμετρικός“ συμμετρικός [simetriˈkos], συμμετρική, συμμετρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) symmetrisch symmetrisch συμμετρικός συμμετρικός