συμμετέχω
[simeˈtexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <αόριστος | Aorist aor>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- teilnehmen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)συμμετέχωmitmachenσυμμετέχωσυμμετέχω
- sich beteiligen, beteiligt seinσυμμετέχωσυμμετέχω
- mitwirkenσυμμετέχω συνεργάζομαισυμμετέχω συνεργάζομαι