συγκρατημένος
[siŋgratiˈmenos], συγκρατημένη, συγκρατημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- beherrschtσυγκρατημένοςσυγκρατημένος
- reserviert, zurückhaltendσυγκρατημένος όχι εκδηλωτικόςσυγκρατημένος όχι εκδηλωτικός
- gedämpftσυγκρατημένος ενθουσιασμόςσυγκρατημένος ενθουσιασμός