στυλοβάτης
[stiloˈvatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Standbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich nστυλοβάτηςστυλοβάτης
esempi
- στυλοβάτης της οικογένειαςHauptverdienerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f