σταυρωτός
[stavroˈtos], σταυρωτή, σταυρωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gekreuztσταυρωτόςσταυρωτός
- übereinandergeschlagenσταυρωτός χέριασταυρωτός χέρια
- verschränktσταυρωτός χέρια στο στήθοςσταυρωτός χέρια στο στήθος
- kreuzförmigσταυρωτός βελονιάσταυρωτός βελονιά
- zweireihigσταυρωτός σακάκισταυρωτός σακάκι