σπόρος
[ˈsporos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Samenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσπόρος των καρπώνσπόρος των καρπών
- Saatgutουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπόρος ό,τι μπορεί να βλαστήσεισπόρος ό,τι μπορεί να βλαστήσει
- (Obst-)Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich mσπόρος μήλου, καρπουζιούσπόρος μήλου, καρπουζιού
- Keimαρσενικό | Maskulinum, männlich mσπόρος αφετηρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσπόρος αφετηρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- σπόρος αγρωστωδώνGrassamenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σπόρος κουκουναριούPinienkernαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σπόρος σιναπιούSenfkornουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi