σπασμωδικός
[spazmoðiˈkos], σπασμωδική, σπασμωδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- krampfhaft, krampfartigσπασμωδικόςσπασμωδικός
- hektischσπασμωδικός ζωή, εβδομάδα, κτλσπασμωδικός ζωή, εβδομάδα, κτλ