σμάλτο
[zˈmalto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Email(le)Neutrum, Femininum in Klammern n(f)σμάλτο σε κόσμημασμάλτο σε κόσμημα
- Zahnschmelzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσμάλτο δοντιώνσμάλτο δοντιών