„σκονισμένος“ σκονισμένος [skonizˈmenos], σκονισμένη, σκονισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) staubig, verstaubt staubig, verstaubt σκονισμένος σκονισμένος