σκλαβώνω
[sklaˈvono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- versklaven, unterjochenσκλαβώνω υποδουλώνωσκλαβώνω υποδουλώνω
- faszinieren, gefangen nehmenσκλαβώνω γοητεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκλαβώνω γοητεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- zu Dank verpflichtenσκλαβώνω υποχρεώνωσκλαβώνω υποχρεώνω