σκαπανέας
[skapaˈneas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Pionierαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσκαπανέας στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσκαπανέας στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ