„σκέλος“: ουδέτερο σκέλος [ˈskjelos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bein, Schenkel Beinουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκέλος πόδι σκέλος πόδι Schenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκέλος τρίγωνο σκέλος τρίγωνο