„σερβίρω“: μεταβατικό ρήμα σερβίρω [serˈviro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α/-ισα; -ίστηκα; -ισμένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) servieren, bedienen servieren, bedienen σερβίρω σερβίρω