„σαγόνι“: ουδέτερο σαγόνι [saˈɣoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kiefer, Kinn Kieferαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαγόνι ανατομία | Anatomieανατ σαγόνι ανατομία | Anatomieανατ Kinnουδέτερο | Neutrum, sächlich n σαγόνι πιγούνι σαγόνι πιγούνι