ρύθμιση
[ˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Regelungθηλυκό | Femininum, weiblich fρύθμιση τεχνική | TechnikτεχνRegulierungθηλυκό | Femininum, weiblich fρύθμιση τεχνική | Technikτεχνρύθμιση τεχνική | Technikτεχν
esempi
- ρύθμιση κυκλοφορίας οχημάτωνVerkehrsregelungθηλυκό | Femininum, weiblich f