ραδιόφωνο
[raðiˈofono, raˈðjofono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Radio(apparat)Neutrum, Maskulinum in Klammern n(m)ραδιόφωνο συσκευήRundfunkgerätουδέτερο | Neutrum, sächlich nραδιόφωνο συσκευήραδιόφωνο συσκευή
- Rundfunkαρσενικό | Maskulinum, männlich mραδιόφωνο ραδιοφωνίαραδιόφωνο ραδιοφωνία
esempi
- ραδιόφωνο αυτοκινήτουAutoradioουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ραδιόφωνο της αστυνομίαςPolizeifunkαρσενικό | Maskulinum, männlich m