„ρίχνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ρίχνομαι [ˈrixnome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich stürzen, herfallen, sich heranmachen sich stürzen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ρίχνομαι ρίχνομαι herfallen (σε über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ρίχνομαι επιτίθεμαι ρίχνομαι επιτίθεμαι sich heranmachen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ρίχνομαι με ερωτικό σκοπό ρίχνομαι με ερωτικό σκοπό esempi ρίχνομαι πάνω σε κάποιον auf jemanden zustürzen ρίχνομαι πάνω σε κάποιον