„πυρομανής“: αρσενικό και θηλυκό πυρομανής [piromaˈnis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Pyromane, Pyromanin Pyromaneαρσενικό | Maskulinum, männlich m πυρομανής Pyromaninθηλυκό | Femininum, weiblich f πυρομανής πυρομανής