πυρήνας
[piˈrinas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυρήνας φυσ βιολογία | Biologieβιολ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπυρήνας φυσ βιολογία | Biologieβιολ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Zelleθηλυκό | Femininum, weiblich fπυρήνας πολιτική | Politikπολιτπυρήνας πολιτική | Politikπολιτ
- Atomkernαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυρήνας του ατόμουπυρήνας του ατόμου