„πρόσβαση“: θηλυκό πρόσβαση [ˈprozvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Zugang Zugangαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόσβαση κ. στο ίντερνετ πρόσβαση κ. στο ίντερνετ esempi έχω πρόσβαση στο ίντερνετ Zugang zum Internet haben έχω πρόσβαση στο ίντερνετ