πρωτόκολλο
[proˈtokolo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Registerουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρωτόκολλο όπου καταγράφεται κάτιπρωτόκολλο όπου καταγράφεται κάτι
- Protokollουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρωτόκολλο κανόνες εθιμοτυπίαςπρωτόκολλο κανόνες εθιμοτυπίας
- (Hof-)Etiketteθηλυκό | Femininum, weiblich fπρωτόκολλο αυλήςπρωτόκολλο αυλής
- Protokollουδέτερο | Neutrum, sächlich nπρωτόκολλο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπρωτόκολλο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
esempi
- πρωτόκολλο ατυχήματοςUnfallprotokollουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πρωτόκολλο συνεδρίασηςSitzungsprotokollουδέτερο | Neutrum, sächlich n