πρωκτός
[prokˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anusαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρωκτός ανατομία | AnatomieανατAfterαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρωκτός ανατομία | Anatomieανατπρωκτός ανατομία | Anatomieανατ
esempi
- πρωκτικό σεξουδέτερο | Neutrum, sächlich nAnalverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m