προϊστορία
[proistoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fπροϊστορία μιας υπόθεσης, κ. κλάδος της ιστορίαςπροϊστορία μιας υπόθεσης, κ. κλάδος της ιστορίας