προχωρημένος
[proxoriˈmenos], προχωρημένη, προχωρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- fortgeschrittenπροχωρημένος σε ηλικία, σε τμήμαπροχωρημένος σε ηλικία, σε τμήμα
- vorgerücktπροχωρημένος ώραπροχωρημένος ώρα