„προσφώνηση“: θηλυκό προσφώνηση [proˈsfonisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anrede, Ansprache Anredeθηλυκό | Femininum, weiblich f προσφώνηση προσφώνηση Anspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f προσφώνηση εναρκτήριος λόγος προσφώνηση εναρκτήριος λόγος