„προσηλυτισμός“: αρσενικό προσηλυτισμός [prosilitizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bekehrung Bekehrungθηλυκό | Femininum, weiblich f προσηλυτισμός προσηλυτισμός