„προσαρμόζω“: μεταβατικό ρήμα προσαρμόζω [prosarˈmozo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anbringen, anpassen anbringen προσαρμόζω εφαρμόζω προσαρμόζω εφαρμόζω anpassen (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) προσαρμόζω συμμορφώνω προσαρμόζω συμμορφώνω