προσανατολισμός
[prosanatolizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Orientierungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσανατολισμός πολιτική | PolitikπολιτAusrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσανατολισμός πολιτική | Politikπολιτπροσανατολισμός πολιτική | Politikπολιτ
esempi
- προσανατολισμός στο κέρδοςProfitdenkenουδέτερο | Neutrum, sächlich n