„προνοώ“: αμετάβατο ρήμα προνοώ [pronoˈo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vorsorgen vorsorgen (για für) προνοώ προβλέπω, μεριμνώ προνοώ προβλέπω, μεριμνώ