προληπτικός
[proliptiˈkos], προληπτική, προληπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vorbeugendπροληπτικόςπροληπτικός
- abergläubischπροληπτικός δεισιδαίμωνπροληπτικός δεισιδαίμων
esempi
- προληπτική γραπτή υπεράσπισηθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομSchutzschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προληπτική εξέτασηθηλυκό | Femininum, weiblich f καρκίνουKrebsvorsorge(untersuchung)θηλυκό | Femininum, weiblich f
- προληπτική κράτησηθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομSicherungsverwahrungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi