προεξοχή
[proeksoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vorsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροεξοχή αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτπροεξοχή αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ
esempi
- προεξοχή βράχουFelsvorsprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προεξοχή παραθύρουErkerfensterουδέτερο | Neutrum, sächlich n