„προδοτικός“ προδοτικός [proðotiˈkos], προδοτική, προδοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verräterisch verräterisch προδοτικός προδοτικός