„προαισθάνομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα προαισθάνομαι [proesˈθanome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-θηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ahnen (voraus)ahnen προαισθάνομαι προαισθάνομαι