„πριονιστός“ πριονιστός [prionisˈtos], πριονιστή, πριονιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gezackt gezackt πριονιστός πριονιστός