„πραξικόπημα“: ουδέτερο πραξικόπημα [praksiˈkopima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Putsch Putschαρσενικό | Maskulinum, männlich m πραξικόπημα πολιτική | Politikπολιτ πραξικόπημα πολιτική | Politikπολιτ