πολλαπλασιασμός
[polaplasiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vervielfältigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπολλαπλασιασμόςπολλαπλασιασμός
- Fortpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fπολλαπλασιασμός βοτανική | Botanikβοτπολλαπλασιασμός βοτανική | Botanikβοτ
- Multiplikationθηλυκό | Femininum, weiblich fπολλαπλασιασμός μαθηματικά | Mathematikμαθπολλαπλασιασμός μαθηματικά | Mathematikμαθ