„πολιτεία“: θηλυκό πολιτεία [poliˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Staat, Stadt Staatαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολιτεία πολιτική | Politikπολιτ κράτος πολιτεία πολιτική | Politikπολιτ κράτος Stadtθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτεία πόλη πολιτεία πόλη