„ποδόγυρος“: αρσενικό ποδόγυρος [poˈðojiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Saum Saumαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποδόγυρος ποδόγυρος esempi ποδόγυρος φούστας Rocksaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποδόγυρος φούστας