„πνιγμός“: αρσενικό πνιγμός [pniɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ersticken, Erwürgen, Ertrinken Erstickenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πνιγμός ασφυξία πνιγμός ασφυξία Erwürgenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πνιγμός στραγγαλισμός πνιγμός στραγγαλισμός Ertrinkenουδέτερο | Neutrum, sächlich n πνιγμός στο νερό πνιγμός στο νερό