πλάτος
[ˈplatos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Breiteθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάτος φάρδος, κ. γεωμετρία | Geometrieγεωμπλάτος φάρδος, κ. γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Weiteθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάτος σκέψεων, ιδεών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπλάτος σκέψεων, ιδεών μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Amplitudeθηλυκό | Femininum, weiblich fπλάτος φυσπλάτος φυσ