περιφρονητικός
[perifronitiˈkos], περιφρονητική, περιφρονητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verächtlich, abwertendπεριφρονητικόςπεριφρονητικός
Grazie per il Suo feedback!