περιφερειακός
[periferiaˈkos], περιφερειακή, περιφερειακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- regional, Bezirks-περιφερειακόςπεριφερειακός
esempi
- περιφερειακή οδική αρτηρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fUmgehungsstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Bauerntheaterουδέτερο | Neutrum, sächlich n