περιοχή
[perioˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεριοχή εδαφική έκταση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπεριοχή εδαφική έκταση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Gegendθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριοχή χώροςπεριοχή χώρος
- Regionθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριοχή περιφέρειαπεριοχή περιφέρεια
- Revierουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεριοχή χώρος προς φύλαξηπεριοχή χώρος προς φύλαξη
esempi
- περιοχή αεροδρομίουFlughafengeländeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- περιοχή ανάπτυξηςEntwicklungsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- περιοχή αναστροφής αυτοκίνητο | AutoαυτοκWendeflächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi