„περιοδικός“ περιοδικός [perioðiˈkos], περιοδική, περιοδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) periodisch. periodisch. περιοδικός περιοδικός esempi περιοδικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Periodensystemουδέτερο | Neutrum, sächlich n περιοδικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n