„περίπτερο“: ουδέτερο περίπτερο [peˈriptero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kiosk, Stand, Pavillon Kioskαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίπτερο σε πεζοδρόμιο περίπτερο σε πεζοδρόμιο Standαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίπτερο εκθέσεως Pavillonαρσενικό | Maskulinum, männlich m. περίπτερο εκθέσεως περίπτερο εκθέσεως esempi περίπτερο λέσχης Klubhaus περίπτερο λέσχης