„παρούσα“: θηλυκό παρούσα [paˈrusa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anwesende Anwesendeθηλυκό | Femininum, weiblich f παρούσα παρούσα esempi παρούσα! hier!. παρούσα! δια της παρούσης hiermit, hierauf δια της παρούσης