παραδειγματικός
[paraðiɣmatiˈkos], παραδειγματική, παραδειγματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- exemplarischπαραδειγματικόςπαραδειγματικός
- abschreckendπαραδειγματικός τιμωρίαπαραδειγματικός τιμωρία