„παράγραφος“: θηλυκό παράγραφος [paˈraɣrafos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Paragraf, Absatz, Abschnitt Paragrafαρσενικό | Maskulinum, männlich m παράγραφος παράγραφος Absatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m παράγραφος νομικός όρος | Rechtswesenνομ παράγραφος νομικός όρος | Rechtswesenνομ Abschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m παράγραφος κειμένου παράγραφος κειμένου