„παλιόσκυλο“: ουδέτερο παλιόσκυλο [paˈʎoskjilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Sau Sauθηλυκό | Femininum, weiblich f παλιόσκυλο παλιόσκυλο