„παλιός“ παλιός [paˈʎos], παλιά, παλιόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) alt, nicht neu, veraltet alt, nicht neu παλιός παλιός veraltet παλιός απόψεις, υπολογιστής παλιός απόψεις, υπολογιστής esempi οι παλιοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl die Älterenπληθυντικός | Plural pl οι παλιοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl παλιά χαρτιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Altpapierουδέτερο | Neutrum, sächlich n παλιά χαρτιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl